Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) το σούρουπο (

См. также в других словарях:

  • σούρουπο — το, Ν το λυκόφως, η μετά την δύση τού ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *σύρρυπον (< σύν + ῥύπος), πρβλ. σύ θαμπο] …   Dictionary of Greek

  • σούρουπο — το δειλινό: Να ρθεις κατά το σούρουπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • σούρουπα — Ν επίρρ. κατά το σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρουπο, κατά τα επιρρ. σε α (πρβλ. σήμερ α)] …   Dictionary of Greek

  • σύθαμπο — το, Ν 1. σούρουπο 2. (στον πληθ. ως επίρρ.) σύθαμπα κατά το σούρουπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαμπός] …   Dictionary of Greek

  • Penelope Delta — Pinelópi Délta (en grec : Πηνελόπη Δέλτα), à l’étranger plutôt Penelope Delta (1874–27 avril 1941), est une femme, écrivain grec de livres pour jeunes. Biographie Pénélope Delta est née à Alexandrie en Égypte, du riche marchand de coton… …   Wikipédia en Français

  • αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • ακροκνέφαιος — ἀκροκνέφαιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»] …   Dictionary of Greek

  • ακρονυχία — ἀκρονυχία, η (Μ) [ἀκρόνυχος] η αρχή τής νύχτας, το σούρουπο …   Dictionary of Greek

  • ακρονύκτιος — α, ο και ακρόνυχτος, η, ο (AM ἀκρονύκτιος, ιον, Α και ἀκρόνυκτος, ον) αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή τής νύχτας, στο σούρουπο νεοελλ. (το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο τα ξημερώματα, την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νύκτιος <… …   Dictionary of Greek

  • ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»